Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Η ΜΕΓΑΛΗ ΡΗΤΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ




1. Οι νόμοι του Λυκούργου

Κατά τη διάρκεια του 8ου, 7ου και 6ου π.Χ, αιώνα κυριαρχούσα πολιτεία στην Ελλάδα ήταν η Σπάρτη. Το καθεστώς της Σπάρτης αποδιδόταν στον Λυκούργο και οι κανόνες του συστήματος ονομάζονται «οι νόμοι του Λυκούργου». Η λέξη νόμος μπορεί να μεταφραστεί «law», αν και έχει πλατύτερη έννοια απ' ό,τί αυτή η αγγλική λέξη. Περιλαμβάνει συνήθειες και έθιμα, που πρέπει ή δεν πρέπει να τηρηθούν, έστω και αν δεν ορίζονται με διάταξη ή δεν επιβάλλονται από τη δημόσια αρχή. Όταν οι νόμοι της Σπάρτης αποδίδονται στον Λυκούργο, αυτό που εννοείται είναι ότι ο Λυκούργος διετύπωσε κανόνες και αξίωσε από τους Σπαρτιάτες να τους τηρήσουν: «εφύλαξε ταύτα μη παραβαίνειν», «σιγούρεψε ότι δεν θα τους παρέβαιναν» (Ηροδ. 1.65.5).
Αν οι νομοί αυτοί έγιναν πραγματικά από τον Λυκούργο είναι αμφίβολο. Ήδη κατά την αρχαιότητα αμφισβητείται η ιστορική του ύπαρξη,1 Πλουτ. Λυκ. 1,1: Περί Λυκούργου του νομοθέτου καθόλου μεν ουδέν εστίν εικειν αναμφισβήτητον, ου γε και γένος και αποδημία και τελευτή και προς άπασιν η περί τους νόμους αυτού και την πολιτείαν πραγματεία διαφόρους έσχηκεν ιστορίας, ήκιστα δ' οι χρόνοι καθ ους γέγονεν ο ανήρ ομολογούνται, (μετάφρ. για το νομοθέτη Λυκούργο τίποτα απολύτως δεν μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα, γιατί και η καταγωγή του και ο ξενιτεμός και ο θάνατος του, καθώς και τα σχετικά με τους νόμους και το πολίτευμα του εξιστορούνται κατά διαφορετικούς τρόπους και δεν υπάρχει καμία ομοφωνία για τη χρονολογία της γεννήσεως του). Επίσης αμφιβολίες υπήρχαν και για τον Λυκούργο ως άνθρωπο:2 Πλουτ. Λυκ. 5,4 «Θεοφιλή μεν αυτόν η Πυθία προσειπε και θεόν μάλλον ή άνθρωπον). Και οι νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν τον Λυκούργο ως ιστορικό πρόσωπο3 και μερικοί υποστήριζαν ότι ήταν μυθική μορφή που πραγματικά δεν υπήρξε ποτέ. Ανεξάρτητα με το αν ο Λυκούργος υπήρξε ποτέ ή όχι, σίγουρα «οι νόμοι του Λυκούργου» υπήρχαν, γιατί αυτό ήταν το όνομα που δόθηκε στο σύστημα τον πέμπτο αιώνα. Μπορούμε να συγκρίνουμε «τους νόμους του Σόλωνα» που ήταν το όνομα που δόθηκε στο αθηναϊκό σύστημα στην ίδια περίοδο.
Πιστευόταν ότι ο Λυκούργος πήρε τους νόμους του από το Δελφικό μαντείο ή τουλάχιστον πήρε την έγκριση του μαντείου πριν την εφαρμογή τους. Ο Πλούταρχος λέει ότι επειδή επρόκειτο για διακηρύξεις του Θεού γι' αυτό ονομάζονται «ρητραι» (Λυκ. 13.11) δηλ. συμφωνία και μάλιστα προφορική μεταξύ θέτοντος και αποδεχόμενου τους νόμους.

2. Η μεγάλη ρήτρα ως ρυθμιστική βάση της σπαρτιατικής «πολιτείας».

Η συγκρότηση της σπαρτιατικής «πολιτείας» (με την έννοια του πολιτεύματος) θεωρείται ότι ανάγεται στη λεγόμενη μεγάλη ρήτρα, ίσως του τέλους του 8ου ή των αρχών του 7ου π.χ. αι. η οποία διασώθηκε από τον Πλούταρχο4, σύμφωνα με την οποία:
Ούτω δε περί ταύτην εσπούδασε την αρχήν ο Λυκούργος, ώστε μαντείαν εκ Δελφών κομίσαι περί αυτής, ην ρήτραν καλουσιν, έχειν δ' ούτως «Διός Σκυλλανίου και Αθανας Σκυλλανίας ιερόν ιδρυσάμενον, φυγάς φυλάξαντα και ωβάς ωβάξαντα τριάκοντα γερουσίαν συν αρχαγέταις καταστήσαντα ώραις εξ ωραν απεγγάζειν μεταξύ βαβύκας τε και Κνακιωνος, ούτως εισφέρειν τε και αφίστασθαι. + γαμωδανγοριανήμην και κράτος» (Το κείμενο που δίνεται εδώ είναι εκείνο της έκδοσης Teubner του Zieyier. Πολλές λεπτομέρειες αμφισβητούνται και η μετάφραση που ακολουθεί είναι μόνο κατά προσέγγιση). Ο Λυκούργος απέδιδε τόση σημασία το αξίωμα αυτό ώστε έφερε χρησμό από τους Δελφούς γΓαυτό, που ονομάζουν ρήτρα. Είναι η εξής. «Αφού ιδρύσεις ιερό του Δία Σκυλλανίου και της Αθηνάς Σκυλλανίας, αφού οργανώσεις φυλές και ωβές, κι αφού εγκαθιδρύσεις γερουσία από τριάντα άνδρες με τους αρχηγούς (=βασιλείς) από εποχή σε εποχή να συγκαλούνται συνελεύσεις ανάμεσα Βαβύκας και Κνακιώνα, κι έτσι να εισάγει (η γερουσία) τις προτάσεις και να απέχει (κείμενο φθαρμένο).
Η μεγάλη ρήτρα αποτελεί το αρχαιότερο κείμενο της Ελληνικής ιστορίας. «Ρήτρα γαρ κατά Δωριέας ο νόμος» (Ετυμολογικόν Μέγα). Αν και δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα, η πιθανότητα είναι ότι μια μεγάλη αναλογία των δηλώσεων στο Λυκούργο του Πλουτάρχου που γίνονται χωρίς να κατονομάζεται καμία πηγή βασίζονται στην χαμένη Λακεδαιμονίων πολιτεία του Αριστοτέλη.

3, Η προβληματική ερμηνεία της μεγάλης ρήτρας - Ερμηνευτικές προσεγγίσεις ως προς την δικαιοδοσία της «Απέλλας».


Η ρήτρα αυτή στους τελευταίους στίχους της, συγκεντρωμένα το τμήμα γαμωδανγοριανημην και κράτος» προκαλεί δυσχέρειες, εξαιτίας του φθαρμένου τμήματος του χειρογράφου. Παρόλες τις ερμηνευτικές διαφορές που υπάρχουν, η ρήτρα αυτή θεωρείται θεμελιακή για την συγκρότηση του σπαρτιατικού πολιτεύματος.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνευτικές θέσεις σχετικά με την επίμαχη διατύπωση «ούτως εισφέρειν τε και αφίστασθαι + γαμωδανγοριανημην και κράτος». Σύμφωνα με την ερμηνευτική συμβολή του καθηγητή Σ. Καψωμένου,5 η οποία συνδυάζοντας: το «εισφέρειν», που σημαίνει «επιψηφίζειν νόμον» (με την έννοια του θέτω νόμο σε ψηφοφορία), με το «αφίστασθαι», που σημαίνει να παραιτούνται από την κύρωση και να διαλύουν τη συνέλευση, και τη διόρθωση του «ούτως», αντί της ερμηνείας «έτσι» σε γραφή «τούτους», προσδίδει στην επίμαχη διατύπωση το εξής περιεχόμενο: τούτους (τους άρχοντες) να θέτουν για «επιψήφιση» άλλως να παραιτούνται της κυρώσεως, περιεχόμενο που αποδεχόταν την ουσιαστική άσκηση από τη σπαρτιατική συνέλευση των πολιτών του δικαιώματος της εγκρίσεως ή αποκρούσεως των νόμων.
Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλόπουλο6 στο φθαρμένο τμήμα της ρήτρας «+ γαμωδανγοριανημην και κράτος» αποδίδεται ως εξής: «.δάμω δ! ανταγορίαν ημεν και κράτος». Κατά τον Τριανταφυλλόπουλο η πιο σημαντική και δημοκρατική καινοτομία της μεγάλης ρήτρας, ήταν το δικαίωμα του «δήμου» να «απελλάζη» (Πλουτ. Λυκ. 6, 3: το δ' απελλάζειν εκκλησιάζειν, ότι την αρχήν και την αιτίαν της πολιτείας εις τον Πύθιον ανήψε) σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (Πλουτ. Λυκ. 6,2 ώρας εξ ώρας] και σε ορισμένο τόπο (Πλουτ. Λυκ. 6,4: την δε Βαβύκαν... και τον Κνακιώνα νυν Οινουντα προσαγορεύουσιν, Αριστοτέλης δε τον μεν Κνακ/ωνα ποταμόν, την δε Βαβύκαν γέφυραν]. Την εκκλησία συγκαλούν και διαλύουν (Πλουτ. Λυκ. 6,2: εισφέρειν τε και αφίστασθαι, 8: τους
 πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατηρας ημεν) οι γέροντες και οι βασιλείς, ο δήμος δεν έχει εξουσία μόνο να εκφέρει θετική ή αρνητική κρίση στις προτάσεις των αρχόντων, αλλά και ο ίδιος να προβαίνει σε προτάσεις και να αποφασίζει (Πλουτ. Λυκ. 6,2 δάμω δ' ανταγοριαν ημεν και κράτος). Έτσι καθιερώθηκε η δημοκρατική αρχή της ισηγορίας, η οποία είναι Ελληνική αρχή σε αντίθεση προς την αριστοκρατική αρχή της συμφωνίας ή διαφωνίας στη Ρώμη.
Είναι αξιοσημείωτο, κατά τον Τριανταφυλλόπουλο, ότι η Σπάρτη είναι εκείνη, η οποία εισάγει πρώτη φορά στην δημοκρατία στην Ελλάδα, πολύ πριν από τη Χίο ή την Αθήνα, που θεωρούνται ιδρυτές της δημοκρατίας.
Στη μεγάλη ρήτρα οι έννοιες του δήμου, του κράτους (προφανώς σε αντίθεση προς τη βία) και κυρίως της ανταγορίας είναι παντού και πάντοτε τα υπόβαθρα της δημοκρατίας. Με τους δυο όρους, ανταγορία - ισηγορία, που είναι σχεδόν ταυτόσημα, εκδηλώνεται όλη η ψυχολογική και πολιτική διαφορά, η μεν ανταγορία υποδηλώνει αγώνα, αντεπίθεση και δυναμική κατάσταση, η δε ισηγορία υποδηλώνει ισορροπία πολιτικών δυνάμεων μέσω της ισονομίας, καταστάλαξη και στατική κατάσταση της δημοκρατίας, όπως συνέβη στην Αθήνα κατά τους κλασικούς χρόνους.
Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη κλασσικού τύπου «ττόλ/ς·» στην ηπειρωτική Ελλάδα' στη θέση του υπηκόοου ο πολίτης. Ως «πλειόνων κωμών κοινωνίαν» όριζε ο Αριστοτέλης (Πολιτ. 1252°, 29 επ.) την, κατά τη γνώμη του «τελείαν πάλιν». Η κοινωνία αυτή ήταν πολιτική. Επρόκειτο για νέα, υπέρτερη πολιτειακή μονάδα μέσα στην οποία συγχωνεύτηκε η πολιτική ανεξαρτησία των πέντε επί μέρους οικισμών (Αμύκλαι, Κονόουρα [Κυνόσουρα] Λίμναι, Μεσόα, Πιτάνα). Η Σπάρτη δεν ήταν μόνο η πρώτη «πόλις» του τύπου αυτού στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν και η πρώτη σε πολιτική ωριμότητα, την οποία άλλες πόλεις άργησαν να γνωρίσουν. Το πολίτευμα της, κύριο χαρακτηριστικό είχε την ευνομία και σε αυτή όφειλε την αποφυγή της τυραννίας, την στρατιωτική δύναμη και την επιρροή στον ελληνικό κόσμο.
Κατά άλλη άποψη7 ο Καψωμένος χωρίς να υπεισέρχεται στη λεκτική διαμόρφωση του επίμαχου φθαρμένου χωρίου, χρησιμοποιεί το κείμενο του Πλουτάρχου, σύμφωνα με το οποίο περιέχεται ένας υπομνηματισμός της όλης ρήτρας «rou δε πλήθους αθροισθέντος, ειπείν μεν ουδενί γνωμην των άλλων
εφείτο, την δ' υπό των γερόντων και των βασιλέων προτεθείσαν επικρίναι κύριος ην ο δήμος-» (που σημαίνει: «όταν συνερχόταν ο δήμος δεν επιτρεπόταν σε κανένα άλλον να προτείνει άποψη παρά μόνο είχε την εξουσία, το δικαίωμα να κρίνει (: να αποφασίζει γενικότερα) τις προτάσεις των γερόντων και των βασιλέων») υπομνηματισμός, που ερμηνεύοντας τη ρήτρα με τη διατύπωση: «επικρίναι κύριος ην ο δήμος» εξειδικεύεται στην έννοια του «επικρίναι», που δε σημαίνει μόνο «επιδοκίμασα/» (ομόφωνη αποδοχή, όπως δέχεται ο Τσοπανάκης), αλλά «κρ/Vov» και «αποφασίσαι», οπότε και συνάγεται από τον Καψωμένο, σελ. 482 ότι: «ο δήμος είχε το δικαίωμα να κρίνει, δηλαδή να επιδοκιμάζει ή να αποκρούει, εναρμονιζόμενης έτσι της ερμηνείας αυτής με το πνεύμα της διατάξεως της ρήτρας, που έδινε το δικαίωμα του «.εισφέρειν» μόνο στα αρμόδια όργανα της σπαρτιατικής πολιτείας, τους γέροντες και τους βασιλείς, ενώ το δικαίωμα του «επικρίναι» αφηνόταν στην εξουσία του δήμου, ο οποίος δεν είχε δικαίωμα συζητήσεως ή τροποποιήσεις των νόμων, - όπως είχε ο «δήμος» της «πολιτείας των Καρχηδονίων»: «κύριοι κρίνειν ε/σ/' και τω βουλομενω τοις εισφερομένοις αντε/πείν έξεστιν, όπερ εν τοις ετέραις πολιτείαις [Λακεδαιμονίων και Κρητών] ουκ εστίν»8, - παρά μόνο δικαίωμα λήψεως αποφάσεως θετικής ή αρνητικής.


 ΑΠΟ ΤΟ:

 ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΧΟΛΗ ΝΟΠΕ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΕΜΑ TO ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
ΜΑΝΙΑΤΗ ΡΟΔΟΠΗ-A.M.: 1340199811943 ΕΞΑΜΗΝΟ: ΕΠΙ ΠΤΥΧΙΩ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΕΤΟΣ: 2002-2003
ΑΘΗΝΑ, 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης...

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...